Η επιθυµία και η µαταίωση αλληλοτροφοδοτούνται στο ερωτικό παιχνίδι αλλά καµιά φορά οδηγούν σε ακραίες συµπεριφορές. Μια τέτοια περίπτωση σκαλίζει ο Σωτήρης Δηµητρίου εστιάζοντας στα φαινοµενικά ανεξήγητα ή παράλογα φερσίµατα ενός άντρα που ζητά απεγνωσµένα την προσοχή και την καρδιά των γύρω του ώσπου καταστρέφει τον εαυτό του και όσους τον αγαπούν.
Αφόπλιζε τους ανθρώπους.
Εµενε στη σκέψη τους πολύ παραπάνω από το συνηθισµένο. Από παιδί ακόµα δηµιουργούσε γύρω του ένα πεδίο έλξεως µε τις ξαφνικές αποχωρήσεις του και τις απρόσµενες εµφανίσεις.
Είχε γίνει µάστορας στις δοσολογίες. Η επιτυχία του βέβαια ήταν µεγάλη γιατί δεν το έκανε µε πρόθεση. Ακόµα και στην εφηβεία, που αν ήταν τρόπος οι παρέες των αγοριών θα κόλλαγαν νυχθηµερόν ψυχές και σώµατα, αυτός την κοπανούσε. Στην κορύφωση των συζητήσεων έλεγε ένα γεια και έφευγε. Πολλές φορές ούτε γεια.
«Ρε τον µαλάκα» έλεγαν εµβρόντητοι οι φίλοι του αλλά όµως επιδίωκαν µε ζέση την παρέα του. Ηταν ήπιος, φιλειρηνικός και µιλούσε ελάχιστα. Το γέλιο του ήταν εγκάρδιο, καλόηχο _ τη στιγµή που έπρεπε _ διερµηνεύοντας το κοινό αίσθηµα.
Νόµιζαν οι φίλοι του ότι γελούσαν αυτοί.
Από την παρουσία του εκλύονταν φορτία νοσταλγίας για κάτι µακρινό που αγαπήσαµε αλλά δεν ξέρουµε να το ονοµάσουµε.
Στον στρατό ένας πολύ αυστηρός εκπαιδευτής έψαχνε αυτοβούλως τρόπους για να παίρνει άδειες. Μια φορά µάλιστα του έπλεξε δηµοσίως το εγκώµιο. Τον αποκάλεσε καλό παιδί. Στον στρατό επίσης ενώ έτρωγε σ ένα ρεστοράν ένας πελάτης τον παρακάλεσε να πληρώσει το γεύµα του. «Μού θύµισες τη θητεία µου, ρε παλικάρι» του είπε. Ακόµα κι από τους οικείους του είχε αποστάσεις.
«Τι κάνει η νύφη;» έλεγε χαϊδευτικά καµιά γυναίκα της γειτονιάς στη µάνα του.
«Μήπως τον βλέπουµε κι εµείς καθόλου; Ή κλείνεται στο δωµάτιό του ή λείπει».
Τον αγάπησε πολύ και βαθιά µια γειτόνισσά του. Ηταν γι αυτήν θρύλος απ όταν ήταν κοριτσάκι. Απόµακρος από τότε. Κάπου κάπου της έκανε δώρο ένα υπέροχο, λυπηµένο χαµόγελο.
Αλλά κυρίως καρδιοχτυπούσε µε το ντύσιµό του. Τι έκανε, πώς το έκανε, της φαινόταν ότι το ντύσιµό του συγκέντρωνε όλη τη γοητεία της ζωής. Αρραβωνιάστηκαν αλλά η τακτική του στις εξαφανίσεις τού είχε γίνει πια δεύτερη φύση. Στον σινεµά _ που πήγαιναν συχνά _ χανόντουσαν στην έξοδο του κόσµου και µετά αυτός έφευγε µόνος του. Αν είχαµε τη δυνατότητα να τον δούµε θα βλέπαµε ότι έφευγε δροµέως.
Το κορίτσι µαζί µε την αγάπη είχε πια και µια µικρή αγωνία, ένα ακαθόριστο, πικρό αίσθηµα.
Δεν τη διέψευσε η ζωή. Ο νέος µας εξαφανίστηκε. Μετανάστευσε όλως απροόπτως.
«Μη µε περιµένετε ποτέ» µήνυσε προς όλους. Το κορίτσι κόντεψε να τρελαθεί. Δεν είχε αφήσει πίσω του το παραµικρό ίχνος.
Η µάνα του κλειδαµπαρώθηκε επίσης και τον έκλαιγε σαν νεκρό. Ηξερε τη γέννα της.
Το κορίτσι δεν έκανε απόπειρα άλλης σχέσεως. Είχε τρωθεί καίρια η ψυχή της.
Κάτι όµως της κόλλησε τα κατοπινά χρόνια και πήγαινε συνέχεια σινεµά. Πριν αρχίσει η ταινία, στο διάλειµµα και στο πέρας έψαχνε στον κόσµο µε µια παράξενη προσδοκία. Περίµενε ότι κάπου θα τον δει.
Πέρασαν τα χρόνια νεράκι, το κορίτσι ήταν πια παραπάνω από µεσήλιξ. Ενα βράδυ που γύριζε στο σπίτι της τη σταµάτησε ένας γερασµένος άνθρωπος.
«Αννα...» της µίλησε. Ηταν αυτός.
Το χρονικό διάστηµα µέχρι τη στιγµή της συνειδητοποιήσεως εκ µέρους της ήταν γι αυτόν το ανεκτίµητο δέλεαρ για την ολοζωής απουσία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου